Ρεμπελίσκος

Παν κάλλος αγνοούμενο

17f86-pagkalos21

Κάθε φορά που ομιλώ τους πιάνει ανατριχίλα
κι ετούτοι μου χρεώνουνε πως κάνω πάντα λάθος,

πως γλύφω με τα λόγια μου συμφέροντα με πάθος
εγώ που τόσο μάτωσα για να γενούν ανθρώποι.

Εγώ, που σε εξώφυλλο καλύπτω δύο φύλλα,
που τόσα χρόνια έκανα για να τους υποτάξω
εγώ, που κάθε ιερό πάλεψα να πατάξω
να βλέπω πλέον σήμερα πως ήταν τσάμπα κόποι

Άδικα πάλεψε ο παππούς μου μ’ όπλα και στρατιώτες
εγώ όλα τα κατάφερα απλώς κλείνοντας πόρτες,
πίσω μου, κάθε φορά που έμπαινα σε γραφεία,
που χρόνια τώρα χάριζαν σε μένα υπουργεία.

Τι θέλουν και δεν μ’ αγαπούν, τι θέλουν και μιλάνε;
μου φαίνεται σαν πείραζα το Σύνταγμα και νόμους,
για να μπορούν ελεύθερα κι έξω απ’ τους υπονόμους
να βγουν όλα τα ερπετά “να τρώγομε παρέα”,
έπρεπε να προέβλεπα κι ακόμα έναν για μένα,
που θα τους λέει να μ’ αγαπούν και να με λαχταράνε,
όπως κι εγώ λιποθυμώ σαν μπαίνω σε ταβέρνα,
μετά, κι όχι πριν το φαί, αφού το τρώω όλο,
όπως όλα τα έφαγα, δεν άφησα ούτε ξίγκι,
μονάχα κάτι κοκάλα φρόντισα να πετάξω,
μήπως γλιτώσω αργότερα μ’ ενδεχόμενο δόλο.

Εμπόριο κι εξωτερικά, μεταφορές και τέχνη
εχάρηκαν τη χάρη μου, να πω τη μαεστρία;
που πάντα χαρακτήριζε τα άγρια θηρία,
μαφιόζους, μεγαλοαστούς, που πάντα “θα τους παίρνει”

Τώρα θα κάνω ότι μπορώ για να με συζητάνε
θα λέω κι ότι θέλουνε οι φίλοι να ακούνε.
Μόνο ας πιάσει η προσευχή, μην πάρουνε χαμπάρι,
και πάνε και με δέσουνε και ψάξουνε κιτάπια.

Τι λέω όμως ο δύσμοιρος, τούμπανο ο τόπος το ‘χει,
εμένα να με πιάσουνε δεν παίζει ούτε λίγο,
σαν πιάσει μπόρα και κακό, το ορκίζομαι θα φύγω,
δεν την πατάω σαν τον παππού (που ήταν και στο Όχι,
στήριζε μεν τους Γερμανούς, το σόι μάλλον το ‘χει,
όχι να θέλει Γερμανούς, το χρήμα τους μονάχα,
γι’ αυτό και ‘γω τα έκανα δολάριο τα φράγκα)
μα ας κλείσω την παρένθεση, πολύ πήρε το ποίημα,
πείνασα κι απ’ το τέλος του μαγείρεψα την ομοιοκαταληξία

.

Single Post Navigation

Leave a comment