Γιατί δεν κάθεσαι να πολεμήσεις, φίλε;
Γιατί φίλε μου φεύγεις, και αφήνεις πίσω φίλους,
αδέλφια, μάνα και παιδιά, πατέρα και συντρόφους,
τρέχεις μόνος στα σύνορα, μέσα σε ξένους τόπους,
χώρα τη χώρα χάνεσαι και ταξιδεύεις μήνες,
μέσα από νόμους, όπλα, απειλές, στρατιώτες και κηφήνες,
ψάχνεις να βρεις ζεστά νερά, που ξαναδεί δεν έχεις,
χωρίς μυαλό, με ένα σκαρί, βουτάς και δεν προσέχεις
για να βρεθείς απέναντι στο τρέξιμο και πάλι,
μέσα από νόμους και τρελούς, πυρά και αδιαφορία,
για ένα χαρτί, μισή ζωή, ζωή με διορία,
άλλος να θέλει να χαθείς, άλλος να μαραζώνεις,
άλλος να θέλει να σε δει σκλάβο να πεταλώνεις,
σημάδι άλλος στο στήθος σου να βάζει με πιστόλι,
και άλλος να μέμφεται που πάνω σου κρατάς και πορτοφόλι,
στάμπα στο χέρι σου να θέλει ο τρίτος να σου βάλει,
κι άλλος να χαίρεται το Άουσβιτς που θα ανοίξει πάλι.
Για αυτό σου λέω,
γιατί δεν κάθεσαι, εκεί φίλε, να πολεμήσεις,
γιατί τούτο τον πόλεμο, καλύτερα, μη ζήσεις.
Το παρόν δημοσιεύτηκε πρώτα στο tirei.gr